- αποθαρρυντικός
- [агкггарр инти кос] επ. наводящий уныние,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αποθαρρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ιωάννη Περβάνογλου] … Dictionary of Greek